- τείρων
- τείρωoppresspres part act masc nom sgτείρωνtiromasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τείρων — ὁ, Α βλ. τίρων … Dictionary of Greek
τειρώνων — τείρων tiro masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείρωνας — τείρων tiro masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείρωνες — τείρων tiro masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείρωνος — τείρων tiro masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίρων — και τείρων, ωνος και τιρόνης, ὁ, Α νεοσύλλεκτος στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tiro, ōnis «νεοσύλλεκτος στρατιώτης»] … Dictionary of Greek
τειρωνολογώ — έω, Μ στρατολογώ, συγκεντρώνω νέους για το στράτευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τείρων, ωνος, άλλος τ. τού τίρων* + λογῶ*] … Dictionary of Greek